μονοφυής

μονοφυής
-ές (ΑΜ μονοφυής, -ές, ιων. μουνοφυής)
νεοελλ.
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα
μσν.
αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για δέντρα) αυτός που έχει μία ρίζα ή έναν βλαστό, μονόρριζος
2. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο τεμάχιο, μονοκόμματος
3. (για τα σπλάγχνα) ένας και μόνο, μοναδικός («τὰ μὲν μονοφυῆ καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί», Αριστοτ.)
4. (για βουνό) αυτός που έχει μία κορυφή, μονοκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονοφυής — single masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυῆ — μονοφυής single neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μονοφυής single masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μονοφυής single masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυέστερον — μονοφυής single adverbial comp μονοφυής single masc acc comp sg μονοφυής single neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυεῖ — μονοφυής single masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μονοφυής single masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυεῖς — μονοφυής single masc/fem acc pl μονοφυής single masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυές — μονοφυής single masc/fem voc sg μονοφυής single neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυοῦς — μονοφυής single masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυέσιν — μονοφυής single masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφυῶν — μονοφυής single masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνοφυέας — μονοφυής single masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”